ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
-είρακος, ὁ, ἡ, Μέφηβος ταυτόχρονα με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεῖραξ, -ακος «έφηβος, παληκαράκι»].