[Seite 983] = συμμορφόω, Sp.
συμμορφίζω: συμμορφόω, Ἐπιστ. πρὸς Φιλιππ. γ΄, 10, Βασίλ. ἐν Ὁμιλ. 22, σ. 549 ἐν τῷ Παθ.
Α σύμμορφος(κυρίως το παθ.) συμμορφίζομαιγίνομαι όμοιος ως προς τη μορφή.