συμπλωτήρ

From LSJ
Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils

Source

Greek (Liddell-Scott)

συμπλωτήρ: ὁ, = σύμπλοος, τοὺς συμπλωτῆρας, τοὺς συμπλέοντας, Γερμαν. ἐν Cotel. Mon. τ. 2, σ. 472Α.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Μ
αυτός που συνταξιδεύει με άλλον στο ίδιο πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπλώω + επίθημα -τήρ (πρβλ. στρω-τήρ)].