τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
Νεπίρρ. (συν. με προσ. αντων.) ανάμεσα, μεταξύ («να μείνει συναμεταξύ μας»).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-ανα-μεταξύ (< συν- + ανά + μεταξύ) με απλολογία].