στωικότητα

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ιδιότητα του στωικού
2. μτφ. ηρεμία, απάθεια, αταραξία («αντιμετωπίζει με στωικότητα τις δυσκολίες της ζωής»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στωικός. Η λ., στον λόγιο τ. στωϊκότης, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά-Λεβαδέως].

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ιδιότητα του στωικού
2. μτφ. ηρεμία, απάθεια, αταραξία («αντιμετωπίζει με στωικότητα τις δυσκολίες της ζωής»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στωικός. Η λ., στον λόγιο τ. στωϊκότης, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά-Λεβαδέως].