αταραξία

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

η (AM ἀταραξία) ατάρακτος
μέτρο συμπεριφοράς, συμμετρία, έλλειψη ταραχής και θαυμασμού
νεοελλ.
1. η έλλειψη ταραχής, η ηρεμία
2. (νευρολ.) ηρεμία που οφείλεται σε έλλειψη νευροψυχικών αντιδράσεων.