σύγχορτος

Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

ον,

   A with the grass joining, i.e. bordering upon, marching with, χθόνα σύγχορτον Συρίᾳ A.Supp.5 (anap.); Οἰνόῃ σύγχορτα . . πεδία E.Fr.179: c. gen., σύγχορτοι Ὀμόλας Id.HF371 (lyr.); Φθίας . . καὶ πόλεως Φαρσαλίας σύγχορτα . . πεδία, i.e. the marches or boundaries of... Id.Andr.17.

German (Pape)

[Seite 971] angränzend; χθόνα σύγχορτον Συρίᾳ, Aesch. Suppl. 5; Φθίας σύγχορτα ναίω πεδία, Eur. Andr. 17, vgl. Herc. F. 371; τινί, Orph. Arg. 191.

Greek (Liddell-Scott)

σύγχορτος: -ον, ὅμορος, συνορεύων, χθόνα σύγχορτον Συρίᾳ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 5· Οἰνόῃ σύγχορτα... πεδία Εὐρ. Ἀποσπ. 179· ὡσαύτως μετὰ γενικ. σύγχορτοι Ὁμόλας ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 371· Φθίας... καὶ πόλεως Φαρσαλίας σύγχορτα πεδία, δηλ. τὰ μεθόρια, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 17.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont le fourrage est le même ; limitrophe, voisin de, gén. ou dat..
Étymologie: σύν, χόρτος.

Greek Monolingual

-ον, Α
όμορος, γειτονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χορτος (< χόρτος «περίβολος, χορτάρι, τροφή»), πρβλ. ἔγ-χορτος].

Greek Monolingual

-ον, Α
όμορος, γειτονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -χορτος (< χόρτος «περίβολος, χορτάρι, τροφή»), πρβλ. ἔγ-χορτος].