συμβολαιογραφείο

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source

Greek Monolingual

το, Ν
το γραφείο του συμβολαιογράφου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβολαιογράφος. Η λ., στον λόγιο τ. συμβολαιογραφεῖον, μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικόν Λεξικόν].

Greek Monolingual

το, Ν
το γραφείο του συμβολαιογράφου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμβολαιογράφος. Η λ., στον λόγιο τ. συμβολαιογραφεῖον, μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικόν Λεξικόν].