συκοφαγάς
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
και συκοφάς, ο, Ν
το πουλί συκοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύκο + φαγάς].
και συκοφάς, ο, Ν
το πουλί συκοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύκο + φαγάς].