συγχρωτισμός
From LSJ
Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritas → Leichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann
Greek Monolingual
ο, Ν συγχρωτίζομαι
συναναστροφή, στενή σχέση.
Greek Monolingual
ο, Ν συγχρωτίζομαι
συναναστροφή, στενή σχέση.