συμπενθεριάζω

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470

Greek (Liddell-Scott)

συμπενθεριάζω: ὡς καὶ νῦν, ἔρχομαι εἰς ἐπιγαμίαν, μετά τινος Κ. Πορφυρ. πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμαν. 87, 86.

Greek Monolingual

Μ
βλ. συμπεθεριάζω.

Greek Monolingual

Μ
βλ. συμπεθεριάζω.