συμπονετικός

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388

Greek Monolingual

-ή, -ό, θηλ. -ιά, Ν συμπονώ
αυτός που δείχνει συμπόνια, αυτός που συμμετέχει στον πόνο του άλλου, ευσπλαχνικός.

Greek Monolingual

-ή, -ό, θηλ. -ιά, Ν συμπονώ
αυτός που δείχνει συμπόνια, αυτός που συμμετέχει στον πόνο του άλλου, ευσπλαχνικός.