συμπροσκυνητής

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ συμπροσκυνῶ
προσκυνητής μαζί με άλλους, αυτός που μετέχει στην ίδια λατρευτική εκδήλωση με άλλους.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ συμπροσκυνῶ
προσκυνητής μαζί με άλλους, αυτός που μετέχει στην ίδια λατρευτική εκδήλωση με άλλους.