συμπροσίσχομαι

Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

Pass.,

   A attach oneself to, τινος Plu.2.322f.

Greek (Liddell-Scott)

συμπροσίσχομαι: παθ., προσκολλῶμαι εἴς τι, τινος Πλούτ. 2. 322F.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
s’attacher à.
Étymologie: σύν, προσίσχομαι.

Greek Monolingual

Α
προσκολλώμαι σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πρός + ἴσχω «κρατώ»].

Greek Monolingual

Α
προσκολλώμαι σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πρός + ἴσχω «κρατώ»].