σύμφυρση

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters

Source

Greek Monolingual

η /σύμφυρσις, -ύρσεως, ΝΜΑ συμφύρω
1. συμφυρμός
2. (κατ' επέκτ.) σύγχυση («καθαροὺς ποιεῑν τῆς αἰρετικῆς συμφύρσεως», Στουδ. Θεόδ.).

Greek Monolingual

η /σύμφυρσις, -ύρσεως, ΝΜΑ συμφύρω
1. συμφυρμός
2. (κατ' επέκτ.) σύγχυση («καθαροὺς ποιεῑν τῆς αἰρετικῆς συμφύρσεως», Στουδ. Θεόδ.).