σωματολογία

Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
ανθρωπολ. κλάδος της ανθρωπολογίας ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη του ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. somatology < σώμα, σώματος + -λογία. Η λ. μαρτυρείται από το 1799 στον Άνθ. Γαζή].