τριπτός

Revision as of 12:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

ή, όν, (τρίβω)

   A rubbed or pounded, ἡ ξηρὴ τ. (sc. μᾶζα) Hp.Vict.2.40; so τριπτή, Gal.6.510, Poll.6.76.

Greek (Liddell-Scott)

τριπτός: -ή, -όν, τετριμμένος ἢ κοπανισμένος· - τριπτὴ (δηλ. μᾶζα), ἡ, εἶδος ἄρτου, Ἱπποκρ. 355. 44· «αἷς δὲ οἱ ἄνθρωποι χρῶνται μάζαις, τούτων τὰ ὀνόματα: ἄνθιμα, θριδακίνη, φύστη,... τριπτή, ἀνεμώνη κτλ.» Πολυδ. ϛʹ, 76.

English (Slater)

τριπτός
   1 well trodden Ὁμήρου[ τρι]πτὸν κατ' ἀμαξιτὸν ἰόντες (supp. Lobel: δὲ μὴ τρι]πτὸν Snell) Πα. 7B. 11.

Greek Monolingual

-ή, -ο / τριπτός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και τριφτός Ν
αυτός που τρίβεται, που μπορεί κανείς να τον τρίψει, ή που σχηματίστηκε με τριβή
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ τριπτή
είδος ψωμιού από κρίθινο αλεύρι.