συνεστηκότως

Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

English (LSJ)

Adv., (συνίστημι)

   A in a constrained way, σ. ἔχειν Arist.Pol.1340b1.

Greek (Liddell-Scott)

συνεστηκότως: Ἐπίρρ., σταθερῶς, σοβαρῶς, σ. ἔχειν Ἀριστ. Πολιτ. 8. 5, 22.

French (Bailly abrégé)

adv.
fermement.
Étymologie: συνεστηκώς.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με σταθερότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνεστηκώς, -ότος του συνίσταμαι].

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με σταθερότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνεστηκώς, -ότος του συνίσταμαι].