σταθερότητα
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
Greek Monolingual
η / σταθερότης, -ητος, ΝΜΑ, και σταθηρότης Α σταθερός
η ιδιότητα του σταθερού, το να είναι κάτι σταθερό, πάγιο, μόνιμο
νεοελλ.
1. (μετεωρ.) κατάσταση της ατμόσφαιρας κατά την οποία τα στρώματα τών αέριων μαζών διαδέχονται το ένα το άλλο κατά τρόπο που η πυκνότητά τους να μειώνεται με το ύψος
2. χημ. α) ο αμετάβλητος χαρακτήρας μιας χημικής ουσίας
β) η περίπτωση ενός σώματος ή ενός συστήματος που βρίσκεται σε κατάσταση ισορροπίας
3. (χημ. τεχνολ.) η ιδιότητα ενός προϊόντος του πετρελαίου να παραμένει αμετάβλητο κατά τη διάρκεια της αποθήκευσης ή της χρήσης του
4. φρ. «πολιτική σταθερότητα» — κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη σταθερής κυβέρνησης και από τον περιορισμό και την άμβλυνση τών κοινωνικών συγκρούσεων.