σταθερότητα
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
Greek Monolingual
η / σταθερότης, -ητος, ΝΜΑ, και σταθηρότης Α σταθερός
η ιδιότητα του σταθερού, το να είναι κάτι σταθερό, πάγιο, μόνιμο
νεοελλ.
1. (μετεωρ.) κατάσταση της ατμόσφαιρας κατά την οποία τα στρώματα τών αέριων μαζών διαδέχονται το ένα το άλλο κατά τρόπο που η πυκνότητά τους να μειώνεται με το ύψος
2. χημ. α) ο αμετάβλητος χαρακτήρας μιας χημικής ουσίας
β) η περίπτωση ενός σώματος ή ενός συστήματος που βρίσκεται σε κατάσταση ισορροπίας
3. (χημ. τεχνολ.) η ιδιότητα ενός προϊόντος του πετρελαίου να παραμένει αμετάβλητο κατά τη διάρκεια της αποθήκευσης ή της χρήσης του
4. φρ. «πολιτική σταθερότητα» — κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη σταθερής κυβέρνησης και από τον περιορισμό και την άμβλυνση τών κοινωνικών συγκρούσεων.