φωτογράφος
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
Greek Monolingual
ο, Ν
τεχνικός ή καλλιτέχνης που έχει ως επάγγελμα τη λήψη φωτογραφιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. photographe < φωτ(ο)- + -γράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Άγγ. Βλάχου].