Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
και τσικούρι, το, Ν
πέλεκυς, μπαλτάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεκούριον (< securis «τσεκούρι»), με τροπή του σ- σε τσ- (πρβλ. κό-τσ-υφας< κό-σσ-υφος)].