τετράπυργος

Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

Greek (Liddell-Scott)

τετράπυργος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας πύργους, ἐν οἴκῳ τετραπύργῳ Κοσμᾶς ἐν Χριστιαν. Τοπογραφ. σ. 335D, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που έχει τέσσερεις πύργους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + πύργος (πρβλ. τρί-πυργος)].