φαλληφορία
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
Greek Monolingual
η, ΝΑ
(στην αρχ. Ελλάδα) τα φαλληφόρια.
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
η, ΝΑ
(στην αρχ. Ελλάδα) τα φαλληφόρια.