τυμπανοσκλήρωση
Greek Monolingual
η, Ν
ιατρ. επιπλοκή της χρόνιας ωτίτιδας, που εκδηλώνεται με τον σχηματισμό υαλοειδούς, ασβεστοποιητικού ιστού, ο οποίος διηθεί το τύμπανο και τα ακουστικά οστάρια, προκαλώντας βαρηκοΐα τύπου αγωγής, αλλ. τυμπανοσκλήρυνση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tympanosclerose (< τύμπανο + σκλήρωση].