επιπλοκή
From LSJ
ὦ Θάνατε Θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών → o Death, Death, come now and lay your eyes on me | o death death, come now and look upon me
Greek Monolingual
η (Α ἐπιπλοκή) επιπλέκω
μπέρδεμα, περιπλοκή, εμπλοκή
νεοελλ.
1. (για διαφορές προσώπων, ομάδων, κρατών κ.λπ.) εμφάνιση νέων δυσχερειών που δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση, επιδείνωση
2. ιατρ. εμφάνιση νέας νοσηρής καταστάσεως που οφείλεται στην αρχική ασθένεια και τήν επιδεινώνει
αρχ.
1. επικοινωνία, συνάφεια
2. συναναστροφή, συγκέντρωση
3. σαρκική μίξη, συνουσία
4. διαταραχή, διατάραξη
5. ποικιλία, ανάμιξη, έλλειψη ενότητας.