επιπλοκή

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source

Greek Monolingual

η (Α ἐπιπλοκή) επιπλέκω
μπέρδεμα, περιπλοκή, εμπλοκή
νεοελλ.
1. (για διαφορές προσώπων, ομάδων, κρατών κ.λπ.) εμφάνιση νέων δυσχερειών που δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση, επιδείνωση
2. ιατρ. εμφάνιση νέας νοσηρής καταστάσεως που οφείλεται στην αρχική ασθένεια και τήν επιδεινώνει
αρχ.
1. επικοινωνία, συνάφεια
2. συναναστροφή, συγκέντρωση
3. σαρκική μίξη, συνουσία
4. διαταραχή, διατάραξη
5. ποικιλία, ανάμιξη, έλλειψη ενότητας.