τοξότας
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
English (Slater)
τοξότας adj.,
1 archer Ἀμαζονίδων τοξόταν βάλλων γυναικεῖον στρατόν (O. 13.89) Ποίαντος υἱὸν τοξόταν (P. 1.53)
Greek Monolingual
ὁ, Α
(δωρ. τ.) βλ. τοξότης.