χαρῐτόβλαστος: -ον, ὁ ἐπιχαρίτως βλαστάνων, κῆπος χαριτόβλαστος Κ. Μανασσ. Χρον. 4772.
-ον, Μαυτός που έχει ωραία βλάστηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + βλαστός (πρβλ. ἀρτί-βλαστος, ταχύ-βλαστος)].