Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χασμουρητό

From LSJ
Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐπιλανθάνονται πάντες οἱ παθόντες εὖ → Cunctis memoria est fluxa, quis factum bene est → Vergesslich alle, denen Gutes widerfährt

Menander, Monostichoi, 170

Greek Monolingual

το, Ν
1. χάσμημα
2. (με περιλπτ. σημ.) αλλεπάλληλα χασμήματα («τί χασμουρητό είναι αυτό που μέ έπιασε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χασμουριέμαι + κατάλ. -ητό (πρβλ. κυνηγ-ητό)].