τσεκ

From LSJ
Revision as of 12:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257

Greek Monolingual

(I)
άκλ. και τσέκι το, Ν
τραπεζική επιταγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. check].———————— (II)
το, Ν
1. μετρολ. μονάδα μήκους του Χονγκ-Κονγκ ισοδύναμη με 37,15 εκατοστόμετρα.