επιταγή

From LSJ

ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐπιταγή) επιτάσσω
διαταγή, προσταγή, εντολή, παραγγελία
(α. «κατ’ ἐπιταγήν» — με διαταγή, με εντολή
β. «οι επιταγές τών καιρών» — αυτά που οι τωρινές συγκυρίες επιβάλλουν
γ. («ἀλλ’ ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς», Διόδ. Σικ.)
νεοελλ.
1. «ταχυδρομική επιταγή» — ειδικό έντυπο που μέσω ταχυδρομείου διακινεί χρηματικά ποσά
2. (εμπ. δίκ.) ειδικό έντυπο με το οποίο ο εκδότης δίνει εντολή σε τράπεζα ή νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου (πληρωτής) να καταβάλει σε τρίτο πρόσωπο (δικαιούχος) χρηματικό ποσό, κν. τσεκ
3. (πολ. δικ.) αντίγραφο εκτελεστή τίτλου που κοινοποιείται από τον δανειστή στον οφειλέτη
4. «τραπεζική επιταγή» — η έγγραφη υπόσχεση της τράπεζας που εκδίδει την επιταγή ότι είναι στη διάθεση του δικαιούχου το αναφερόμενο ποσό
5. «ακάλυπτη επιταγή» — αυτή που εκδίδεται χωρίς αντίκρισμα
6. «δίγραμμη επιταγή» — αυτή που φέρει στο πρόσθιο μέρος δύο παράλληλες γραμμές, ανάμεσα στις οποίες ο εκδότης γράφει την τράπεζα όπου μπορεί να γίνει η πληρωμή της επιταγής αυτής
αρχ.
επιβολή φόρου, φορολογία («τάς ἐπιταγάς δυσχερῶς φέροντες», Πολ.).