Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
τὸ, Αδάδα, λαμπάδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φῶς, φωτός + κατάλ. -ικόν, ουδ. της κατάλ. -ικός].