τετράδρομον
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Greek (Liddell-Scott)
τετράδρομον: τὸ ἐν τῷ ἱπποδρόμῳ, Κ. Πορφ. Ἔκθ. βάσ. τάξεως. σ. 338, ἔκδ. Β.
Greek Monolingual
τὸ, Μ
πιθ. το σταυροδρόμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + δρόμος.