τσάπα
From LSJ
οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)
οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)
η, Ν
1. (γεωργ
τεχνολ.) σκαπτικό εργαλείο αποτελούμενο από λεπίδα κάθετα προσαρμοσμένη σε επιμήκη στειλεό
2. ναυτ. ζωστήρας πλοίου
3. φρ. «περιστροφική τσάπα» — περίπλοκο μηχανικό εργαλείο που ανασκάπτει πολλά αυλάκια ενός αγρού ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. zappa].