φούξια

From LSJ
Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115

Greek Monolingual

η, το, Ν
1. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια οναγρίδες, αλλ. σκουλαρίκια
2. (το ουδ.) το χρώμα του άνθους του φυτού αυτού, ανοιχτό κόκκινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. fuchsia, από το όν. του Γερμανού βοτανολόγου Leonhard Fuchs].