φούξια

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492

Greek Monolingual

η, το, Ν
1. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια οναγρίδες, αλλ. σκουλαρίκια
2. (το ουδ.) το χρώμα του άνθους του φυτού αυτού, ανοιχτό κόκκινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. fuchsia, από το όν. του Γερμανού βοτανολόγου Leonhard Fuchs].