φωνοσκόπιο

Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
συσκευή κατάλληλη για την εξέταση του τρόπου παραγωγής της φωνής και τών οργάνων που συντελούν σε αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phonoscope < φωνή + -σκόπιο].