μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
-άδος, ἡ, Αυπόλοιπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπόλοιπος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. στολ-άς)].