χορδίτιδα
From LSJ
μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite
μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης → little love commerce, little divertisements with Aphrodite
η, Ν
1. χημ. είδος ωστικής εκρηκτικής ύλης, άκαπνης πυρίτιδας
2. ιατρ. φλεγμονή τών φωνητικών χορδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chorditis < χορδή + κατάλ. -ίτις/-ίτιδα].