Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χορδίτιδα

From LSJ

τῷ πυρὶ τῆς ὁδοῦ τεκμαιρόμενοι → judging of the road by the fire

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. χημ. είδος ωστικής εκρηκτικής ύλης, άκαπνης πυρίτιδας
2. ιατρ. φλεγμονή τών φωνητικών χορδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chorditis < χορδή + κατάλ. -ίτις/-ίτιδα].