τσιγάρισμα
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Greek Monolingual
το, Ν τσιγαρίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τσιγαρίζω.
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
το, Ν τσιγαρίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τσιγαρίζω.