ὑδράρπαξ
English (LSJ)
ᾰγος, ὁ,
A = κλεψύδρα 1, Simp. in Cael.524.20.
German (Pape)
[Seite 1173] αγος, ὁ, die Wasseruhr, vgl. κλεψύδρα; Sp., wie Simplic. ad Arist. coel. 2 p. 127 b.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδράρπαξ: ὁ, χρονόμετρον δι’ ὕδατος, ὡς τὸ κλεψύδρα, Σιμπλίκ. εἰς Ἀριστ. π. Οὐραν.
Greek Monolingual
-άγος, ὁ, Α
είδος χρονομέτρου με νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + ἅρπαξ, -αγος].