άγος
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Greek Monolingual
(-ους), το (Α ἄγος)
ασεβής πράξη, ανοσιούργημα, μίασμα, κατάρα
αρχ.
1. καταραμένο πρόσωπο ή πράγμα, βδέλυγμα
2. εξαγνισμός, εξιλέωση
3. σέβας, ευλάβεια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ., η οποία πιθανώς να συνδέεται με ένα μυκηναϊκό τοπωνύμιο (Chadwick-Baumbach, 167), δεν είναι ομηρική. Απαντά συχνά στους τραγικούς ποιητές και ιστορικούς του 5ου π.Χ. αιώνα. Το ἄγος ανήκει στην ομάδα τών λέξεων που σχετίζονται με το ἄγιος. Για τα διάφορα σημασιολογικά και ετυμολογικά προβλήματα που γεννά η λέξη βλ. την ετυμολογία του λήμματος ἅγιος.
ΠΑΡ. ἁγής, ἁγίζω.
ΣΥΝΘ. ἁγήλατος, δυσαγής, ἐναγής, εὐαγής].