φλακουρτία
From LSJ
Εἴκειν δ᾽ οὐκ ἐπίσταται κακοῖς → You don’t know how to yield to your misfortunes
Greek Monolingual
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, τυπικό της οικογένειας φλακουρτιίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. flacourtia, από το όν. του Γάλλου ιδρυτή αποικιών Etienne de Flacourt].