Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
-βηχος, ὁ, Αβήχας που συνοδεύεται με εξαγωγή φλεμάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + βήξ].