ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
ο, ΝΡωμαιοκαθολικός παπάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < Φράγκος + παπάς].