τρομαλέος

From LSJ
Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228

Greek (Liddell-Scott)

τρομαλέος: -α, -ον, ὁ τρέμων, περίτρομος, Θεοδ. Προδρ. Κατὰ Ροδ. καὶ Δοσ. 153 (;).

Greek Monolingual

-α, -ον, Μ
περίτρομος, τρομερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόμος + επίθημα -αλέος (πρβλ. γηρ-αλέος, ῥωμ-αλέος)].