τραπεζομεσίτης
From LSJ
To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)
To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)
ο, Ν
μεσίτης τραπεζικών συναλλαγών και, κυρίως, συναλλάγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + μεσίτης (πρβλ. κτηματο-μεσίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως].