τραπεζομεσίτης

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
μεσίτης τραπεζικών συναλλαγών και, κυρίως, συναλλάγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + μεσίτης (πρβλ. κτηματομεσίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως].