τονία

Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

German (Pape)

[Seite 1127] ἡ, ein Theil der τροχαλία, Poll. 10, 31.

Greek Monolingual

ἡ, Α τόνος
τμήμα τροχαλίας.