τροχαλίας

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
η τροχαλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχαλία με αλλαγή γένους].